φρᾶ

φρᾶ
φράζω
point out
fut ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αντζέλικο, Φρα (Μπεάτο Τζιοβάνι) — (Il Beato Fra Giovanni Angelico, Βίκιο ιν Μουτζέλο, Φλωρεντία 1400; – Ρώμη 1455). Ιταλός ζωγράφος. Ο Φρα Τζιοβάνι ντα Φιεζόλε, στον αιώνα του γνωστός ως ΓκουίντοΓκουιντολίνοντι Πιέτρο, επονομάστηκε Α. (δηλαδή αγγελικός) για την εξαιρετική χάρη… …   Dictionary of Greek

  • Μπαρτολομέο, Φρα — (Fra Bartolomeo, 1472 – 1517). Ιταλός ζωγράφος. Το εργαστήρι του βρισκόταν στη πύλη του Αγίου Πέτρου Γκατολίνι, απ’ όπου πήρε και το όνομα della Porta. Σε ηλικία 31 ετών, ο Μ. έγινε ιεροκήρυκας, τελικά όμως αναδείχτηκε σε έναν από τους… …   Dictionary of Greek

  • φρατριάσας — φρᾱτριά̱σᾱς , φρατριάζω belong to the same fut part act fem acc pl (doric) φρᾱτριά̱σᾱς , φρατριάζω belong to the same fut part act fem gen sg (doric) φρᾱτριάσᾱς , φρατριάζω belong to the same aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρατερικόν — φρᾱτερικόν , φρατορικός masc acc sg φρᾱτερικόν , φρατορικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρατόρων — φρᾱτόρων , φράτηρ member of a masc gen pl φρᾱτόρων , φράτωρ masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φράσας — φρά̱σᾱς , φράζω point out fut part act fem acc pl (doric) φρά̱σᾱς , φράζω point out fut part act fem gen sg (doric) φράσᾱς , φράζω point out aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) φράζω point out aor ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φράτορα — φρά̱τορα , φράτηρ member of a masc acc sg φρά̱τορα , φράτωρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φράτορας — φρά̱τορας , φράτηρ member of a masc acc pl φρά̱τορας , φράτωρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φράτορες — φρά̱τορες , φράτηρ member of a masc nom/voc pl φρά̱τορες , φράτωρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φράτορος — φρά̱τορος , φράτηρ member of a masc gen sg φρά̱τορος , φράτωρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”